- πηδαλίῳ
- πηδάλιονsteering-paddleneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πηδαλίωι — πηδαλίῳ , πηδάλιον steering paddle neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνήεις — εσσα, ήεν, Α·1. αυτός που κατασκευάστηκε έντεχνα 2. (για πρόσ.) επιδέξιος, επιτήδειος. επίρρ... τεχνηέντως ΝΑ με επιτήδειο, με έντεχνο τρόπο, με τέχνη («αὐτὰρ ὁ πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως ἥμενος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + κατάλ. (ή)εις (βλ … Dictionary of Greek